αποστρέφω

αποστρέφω
(AM ἀποστρέφω)
μσν.- νεοελλ.
1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση
3. (-ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. (-ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω
μσν.
1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω
2. φθάνω
3. διώχνω
||| αρχ. Ι. ενεργ.
1. στρέφω προς τα πίσω
2. τρέπω σε φυγή
3. στέλνω πίσω στην πατρίδα
4. φέρνω πίσω, ανακαλώ
5. (για πόλεμο) στρέφω προς άλλο μέρος, μεταφέρω αλλού για αντιπερισπασμό
6. αποτρέπω, κάποιον κίνδυνο, εμποδίζω
7. αποτρέπω κάποιον, μεταπείθω
8. στρέφομαι, απομακρύνομαι
II (-ομαι)
1. στρέφομαι, κάμπτομαι προς τα πίσω
2. εγκαταλείπω
3. αποχωρώ, δραπετεύω, διαφεύγω
4. «τρίχες ἀπεστραμμέναι» — σγουρές τρίχες
5. «λόγοι ἀπεστραμμένοι» — εχθρικά λόγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποστρέφω — turn back pres subj act 1st sg ἀποστρέφω turn back pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεστραμμένα — ἀποστρέφω turn back perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφεσθε — ἀποστρέφω turn back pres imperat mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφετε — ἀποστρέφω turn back pres imperat act 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind act 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφῃ — ἀποστρέφω turn back pres subj mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψει — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστρέφω turn back fut ind mid 2nd sg ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσι — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσιν — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”